συνουσιαστικός

συνουσιαστικός
συνουσι-αστικός, ή, όν,
A sociable, ξυμποτικὸς καὶ ξ. Ar.V.1209.
2 capable of holding intercourse with,

ὁ ἄνθρωπος . . τῷ θεῷ -κός Corp.Herm.12.19

.
II promoting sexual intercourse, aphrodisiac, Chrysipp.Stoic.3.199, Paul.Aeg.1.79; σ. τόπος, μόρια, Heph.Astr.1.1, Cat.Cod.Astr.2.177.
2 lewd, salacious, Ph.2.22 ([comp] Sup.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνουσιαστικός — sociable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσιαστικός — ή, ό / συνουσιαστικός, ή, όν, ΝΜΑ [συνουσιαστής] αφροδισιακός αρχ. 1. κοινωνικός 2. ο ικανός στο να κρατά σχέσεις με κάποιον («ὁ ἄνθρωπος τῷ θεῷ συνουσιαστικός», Ερμητ.) 3. λάγνος, ασελγής …   Dictionary of Greek

  • συνουσιαστικά — συνουσιαστικός sociable neut nom/voc/acc pl συνουσιαστικά̱ , συνουσιαστικός sociable fem nom/voc/acc dual συνουσιαστικά̱ , συνουσιαστικός sociable fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνουσιαστικός — συνουσιαστικός , συνουσιαστικός sociable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσιαστικῶν — συνουσιαστικός sociable fem gen pl συνουσιαστικός sociable masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσιαστικόν — συνουσιαστικός sociable masc acc sg συνουσιαστικός sociable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσιαστικώτατα — συνουσιαστικός sociable adverbial superl συνουσιαστικός sociable neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσιαστικοῖς — συνουσιαστικός sociable masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσιαστικοί — συνουσιαστικός sociable masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσιαστικοῦ — συνουσιαστικός sociable masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσιαστική — συνουσιαστικός sociable fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”